1 διακοπη
(διακοπαὴ καὴ τραύματα Plut.)
(κατὰ τέν διακοπέν γέφυραν κατασκευάζειν Polyb.)
(διακοπὰς ἐπ΄ ἄκραις ταῖς λογχαῖς φέρειν Diod.)
Древнегреческо-русский словарь > διακοπη